- εξάψαλμος
- ο (Μ ἑξάψαλμος)οι έξι ψαλμοί τού Δαβίδ (2ος, 37ος, 42ος, 87ος, 102ος, 142ος) που διαβάζονται στην αρχή τού όρθρουνεοελλ.φρ. «τού 'ψαλε τον εξάψαλμο» — τόν επιτίμησε (δημόσια συνήθως) με μακρές και σκληρές κατηγορίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + ψαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.