εξάψαλμος

εξάψαλμος
ο (Μ ἑξάψαλμος)
οι έξι ψαλμοί τού Δαβίδ (2ος, 37ος, 42ος, 87ος, 102ος, 142ος) που διαβάζονται στην αρχή τού όρθρου
νεοελλ.
φρ. «τού 'ψαλε τον εξάψαλμο» — τόν επιτίμησε (δημόσια συνήθως) με μακρές και σκληρές κατηγορίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + ψαλμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξάψαλμος — ο 1. (εκκλησ.) σειρά έξι ψαλμών (των 3, 37, 62, 87, 102 και 142) που διαβάζονται στην αρχή της ακολουθίας του όρθρου. 2. μτφ., αυστηρή παρατήρηση με διάρκεια, έντονη επίπληξη που τραβάει σε μάκρος: Άκουσε τον εξάψαλμο απ τη γυναίκα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”